στέρεα

στέρεα
επίρρ.
1) прочно, крепко; 2) перен. твёрдо, незыблемо, непоколебимо, стойко

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στέρεα" в других словарях:

  • στερεά — στερεός firm neut nom/voc/acc pl στερεά̱ , στερεός firm fem nom/voc/acc dual στερεά̱ , στερεός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέρεα — και στερεά Ν επίρρ. βλ. στερεός …   Dictionary of Greek

  • Στερέα Έλλας — Sp Vidurio Grakija Ap Στερέα Έλλας/Sterea Ellas L Graikijos adm. sritis …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • στερεά — η, Ν βλ. στερεός …   Dictionary of Greek

  • στερεᾷ — στερεός firm fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στερεά Ελλάδα — Έτσι ονομάστηκε με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, μετά την Επανάσταση, το τότε ηπειρωτικό τμήμα της χώρας –προς διάκριση από την Πελοπόννησο και τα νησιά– το οποίο προς τα Β έφτανε έως τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, προς τα Ν βρεχόταν από τον… …   Dictionary of Greek

  • Στερεά Ελλάς — Εφημερίδα του Μεσολογγίου, που ιδρύθηκε το 1921 από το Χρ. Ευαγγελάτο. Στην αρθογραφία της οφείλεται η τοποθέτηση μαρμάρινων προτομών των αγωνιστών Γ. Κίτσου, Μ. Δεληγιώργη, Χρ. Καψάλη και του επίσκοπου Ιωσήφ στον κήπο των Ηρώων της πόλης …   Dictionary of Greek

  • ισόμορφοι κρύσταλλοι — Στερεά κρυσταλλικά σώματα που παρουσιάζουν μεγάλες αναλογίες όσον αφορά τις κρυσταλλικές τους μορφές και τη χημική τους σύσταση, και τα οποία μπορούν να σχηματίσουν μια σειρά από στερεά διαλύματα ή μεικτούς κρυστάλλους (συγκρυστάλλωση).… …   Dictionary of Greek

  • στερεάν — στερεά̱ν , στερεός firm fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεάς — στερεά̱ς , στερεός firm fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»